- χαρτόγραμμα
- το, Νδιάγραμμα με χαρτογραφική βάση, στο οποίο δίνεται μεγαλύτερη σημασία σε στατιστικές πληροφορίες και όχι στις τοπογραφικές μορφές.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cartogram < χάρτης + γράμμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.